13.11.08

OREXON (Νουβέλα Ε.Φ.)

OREXON
(Όταν οι άνθρωποι πάχυναν πολύ...)

((Νουβέλα Ε.Φ.)
------------------------------------------------------

Κανείς δε μπορούσε να πει με βεβαιότητα, αν όλα ξεκίνησαν από εκείνη την μοιραία αγορά του "Άτλας 4Β". Θα έλεγε κανείς, αν δεν ήταν η οικογένεια Μπρόφωθ, θα ήταν κάποιοι άλλοι, μα κι αυτό πάλι θα ήταν σωστό, γιατί σαν τους Μπρόφωθ, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν κι όλες οι άλλες τετραμελείς οικογένειες που ξεπερνούσαν όλοι μαζί σε βάρος τον έναν τόνο!..
Το νέο οικογενειακό όχημα Άτλας 4Β διαφημιζόταν, σαν η λύση της εποχής και η εταιρεία έδινε εγγύηση ωφέλιμου φορτίου πάνω από δυο τόνους!..
Στο διαφημιστικό τρέιλερ, μια τετραμελής οικογένεια, αφού γέμισε το χαώδες πορτ-μπαγάζ μέχρι επάνω με τρόφιμα, φόρτωσε στη σχάρα τις βαριές ανθεκτικές πολυθρόνες εξοχής, το τραπέζι κι όλα τα σύνεργα για πικ-νικ, κίνησε για την εκδρομή της, αλλά εκείνη τη στιγμή, ένα γκρο-πλαν δείχνει το καρτερικό βλέμμα της τεράστιας γιαγιάς με τα ατέλειωτα μάγουλά της να τρεμοπαίζουν θλιμμένα, καθώς τους ξεπροβοδεί. Τότε ο πατέρας σταματάει το αυτοκίνητο και τα παιδιά τρέχουν και φέρνουν την γιαγιά, βάζοντάς την να καθίσει στην άνετη τρίτη σειρά θέσεων. Η χαρούμενη οικογένεια, όλοι τους μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας στα στρουμπουλά πρόσωπά τους, ξεκινά για το πικ-νικ.

Κάπως έτσι άρχισαν και οι Μπρόφωθ την εκδρομή τους, χωρίς τη γιαγιά βέβαια, μα με γέλια και τραγούδια και τέζα φορτωμένο το Άτλας 4Β με καλούδια. Ακόμη και η τρίτη σειρά θέσεων ήταν τίγκα με κιβώτια Όρεξον πικ-νικ, τα πολυδιαφημισμένα πακέτα τροφίμων της γνωστής εταιρείας, που περιείχαν τα πάντα για ένα πλήρες πικ-νικ.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Ήταν κάτι το πολύ συνηθισμένο αυτό το σκηνικό με τις οικογένειες να ξεκινούν από το πρωί της Κυριακής με σκοπό να "τσιμπήσουν" κάτι στην εξοχή, να παίξουν τα παιδιά στον καθαρό αέρα και να γυρίσουν το απόγευμα ευτυχισμένοι στο σπίτι.
Δεν υπολόγισαν όμως την έκπληξη. Μια τεράστια πολύχρωμη επιγραφή, φάτσα στην στροφή για το δάσος με την τεχνητή λίμνη, τριάντα εφτά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, που έλεγε πως είχε ανοίξει μια καινούργια ψητοταβέρνα, και μια λέιζερ εικόνα έδειχνε ένα γουρουνόπουλο, σαν αληθινό, να στριφογυρίζει στη σούβλα, ενώ ένας καταρράχτης από γράμματα που έπεφταν τη μια κι εκτινάσσονταν ψηλά σαν πίδακας την άλλη, φανέρωναν το όνομα της ταβέρνας, "Ο Παράδεισος των Χοίρων". Το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε, λες και σταμάτησε μόνο του μπροστά σ' αυτήν την λιμπιστερή θέα, ενώ οι μυρωδιές από τα ψητά είχαν απλωθεί σαν δίχτυα αράχνης σ' ολόκληρη την γύρω περιοχή, και ψάρευαν χοντρουλές μύτες.
"Ουάου!.. Τι είναι αυτό!.."
"Πότε πρόλαβαν και το 'φτιαξαν;"
"Μα έχουμε να έρθουμε σ' αυτήν την περιοχή από πέρυσι."
"Πάμε, πάμε να δούμε!.."
Το Άτλας 4Β έκοψε δεξιά κι ανηφόρησε. Ένα πάρκιν σαν γήπεδο ήταν σχεδόν γεμάτο με παρόμοια αυτοκίνητα και τα γοτθικά τραπέζια με την χοντρή τάβλα και τα χιαστί πόδια από κορμούς δέντρων είχαν επάνω τους γιγάντια ταψιά με ολόκληρα γουρουνόπουλα που τα ξεκοκάλιζαν παχουλά χέρια, ενώ κρεμαστά μάγουλα χόρευαν στο ρυθμό της γουρουνοφαγίας.
"Ανάργυρε, θέλω κι εγώ γουρουνόπουλο!.."
"Ναι μπαμπά, θέλουμε κι εμείς."
"Μα είναι δέκα το πρωί ακόμη, ρε παιδιά!.. Νωρίς δεν είναι;"
"Δεν βλέπεις τόσο κόσμο; Σε λίγο δεν θα υπάρχει τραπέζι να καθίσεις..."
"...ούτε γουρουνόπουλο για να φάμε!.."
"Καλά, καλά. Πιάστε εκείνο το τραπέζι. Θα παρκάρω κι έρχομαι."

Όταν ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει παραγγελία η έκπληξη ήταν μεγάλη.
"Ανάργυρε!.. Εσύ;"
"Λουκ!.. Τι έκπληξη!.. Εδώ δουλεύεις;"
"Ναι εδώ. Είμαι και μέτοχος. Κάνα χρόνο είναι που τ' ανοίξαμε και πάμε πολύ καλά. Ρε συ, πόσα χρόνια έχω να σε δω; Δεν άλλαξες καθόλου... Μόνο που λίγο αδυνάτισες!.."
"Φάε τη γλώσσα σου!.. Κι εσύ είσαι ίδιος, όπως τότε. Τι κάνεις ρε Λουκ, χρόνια και ζαμάνια..."
Ο Ανάργυρος σύστησε την γυναίκα του την Ασημίνα και τα παιδιά του Τίτο και Λίλα στον παλιό του φίλο, που κι αυτός με τη σειρά του τους είπε πως έχει γιο και κόρη στις ίδιες ηλικίες περίπου, και τώρα που ξαναβρέθηκαν θα κανόνιζαν να βρεθούνε μια Κυριακή όλοι μαζί.
"Τι θέλετε να σας φέρω; Το σπεσιαλιτέ μας είναι το γουρουνόπουλο σούβλας. Για να δούμε... τέσσερα άτομα, να σας φέρω ένα τριφερούδι σαράντα κιλών;"
"Μπα, πρωί είναι ακόμη. Φέρε κανένα τριαντάκιλο και βλέπουμε."
Το ταψί με το ψητό έφτασε σχεδόν αμέσως κι αρπαχτικά παχουλά χέρια έκαναν επίθεση χωρίς καμιά καθυστέρηση.
"Μιαμ, μιαμ!.. Πολύ νόστιμο καλέ μπαμπά αυτό το γουρουνόπουλο!.."
"Γι αυτό έχουν και πολύ πελατεία από τόσο νωρίς."
Ο Λουκ κάθε λίγο και λιγάκι έφερνε και κανένα κέρασμα. Εκτός από την πιατέλα με ποικιλία ορεκτικών, έφερε και μια πεντάκιλη σαλατιέρα γεμάτη μέχρι επάνω.
"Πολλά φέρνεις Λουκ. Πώς να τα φάμε πρωινιάτικα όλα αυτά!.."
Αλλά τα έφαγαν, κι έφερε κι επιδόρπιο, ένα ταψί σαραγλί, που δεν έμεινε στάλα σιρόπι στο τέλος και κάτι έξτρα γλυκά για τα παιδιά, που κόντεψαν να φάνε και τα ειδικά πλαστικά πιάτα. Δεν θα είχαν τελειωμό αν δεν τους έφερνε τα αναψυκτικά-γίγας, που με το πολύ ανθρακικό και τα ειδικά χημικά, φούσκωνε το στομάχι κι έδινε την ψευδαίσθηση της ...χόρτασης!.. Μετά απ' αυτό, άρχισαν τα ρεψίματα και τις κλανιές που ακούγονταν τριγύρω, νόμιζες πως έπαιζε τζαζ-μπάντα με βαρύτονα πνευστά. Βέβαια σεκόνταραν κι από τα γύρω τραπέζια, ...σαν μια μεγάλη αγαπημένη οικογένεια σε υπαίθρια συναυλία!..
Κάθε φορά που ο Λουκ είχε λίγο ελεύθερο χρόνο, πλησίαζε τον Ανάργυρο κι αντάλλαζαν καμιά κουβέντα.
"Καλά βρε θηρίο. Πώς τους προλαβαίνετε τόσους πελάτες;"
"Και ακόμη είναι νωρίς. Το μεσημέρι να δεις, που γίνεται χαμός."
"Θέλω να πω, πού βρίσκετε, πού αποθηκεύετε όλα αυτά τα γουρουνόπουλα για να εξυπηρετήσετε τόσο κόσμο;"
"Έχουμε δική μας παραγωγή."
"Θα πρέπει να έχετε μεγάλες εκτάσεις για να συντηρείτε τόσα γουρούνια."
"Μα πού ζεις παιδάκι μου; Δεν χρειάζονται πια οι εκτάσεις. Δεν είδες ποτέ την διαφήμιση της Όρεξον για την Χ-3.1; Σου μεγαλώνει το ζώο όσα κιλά θέλεις, μέσα σε λίγη ώρα. Το ψυγείο συντήρησης γενετικού υλικού, είναι γεμάτο με εκατομμύρια μωρίδια γουρουνιών. Ανάλογα με την πελατεία μας, βάζουμε στην διαδικασία μεγέθυνσης τον αντίστοιχο αριθμό γουρουνιών και σε λίγη ώρα το έχεις στο επιθυμητό μέγεθος. Όσα κιλά θέλει ο πελάτης!.. Φρεσκότατο... από την παραγωγή στην κατανάλωση. Και είδες... τι νόστιμο!.."
"Ναι, πολύ νόστιμο, δεν λέω... μα, εμάς μας έφερες το γουρουνόπουλο σχεδόν αμέσως. Δεν χρειάζεται και κάποιος χρόνος για όλη την διαδικασία;"
"Ε, ναι ρε παιδί μου. Έχουμε πάντα από πριν αρκετά στην προετοιμασία. Η διαδικασία μεγέθυνσης τρέχει συνέχεια. Κι εξάλλου έχουμε συνεχή δορυφορική ενημέρωση για την κίνηση στην γύρω περιοχή, έχουμε και παραγγελίες on line κι έτσι γνωρίζουμε πάνω-κάτω τι πελατεία θα έχουμε."

Φεύγοντας από τον "Παράδεισο των Χοίρων" και πριν βγουν στον κεντρικό δρόμο για ν' αναπτύξουν ταχύτητα, τους περίμενε μια έκπληξη. Κάτι αδύνατα ανθρωπάκια τους κουνούσαν τα χέρια κι έκαναν νόημα να σταματήσουν, κρατώντας και κάτι χαρτιά στα χέρια. Το θέαμα ήταν τόσο αστείο που ξέσπασαν σε γέλια.
"Κοίτα, κοίτα!.. Σαν παχύς σκελετός είναι αυτός!.."
"Δεν θα 'ναι ούτε ογδόντα κιλά, σου λέω!.."
Γελώντας ειρωνικά κατάμουτρα, έκοψε ταχύτητα κι άνοιξε το παράθυρο.
"Τι είναι ρε παιδιά; Δεν σας δίνουν γουρουνόπουλο; Τίτο, πιάσε ένα κιβώτιο Όρεξον πικ-νικ να δώσουμε στα παιδιά να φάνε, να βάλουν κανένα κιλό πάνω τους."
"Όχι κύριε, δεν θέλουμε τίποτε. Να, μόνο πάρτε αυτό να το διαβάσετε.", είπε ο αδύνατος τύπος και του πέταξε από το ανοιχτό παράθυρο το φυλλάδιο μέσα στο αυτοκίνητο. "Γεια σας και καλό ταξίδι... Διαβάστε το, μην το πετάξετε, πριν το διαβάσετε..."
Το αυτοκίνητο βγήκε στον κεντρικό δρόμο κι ανάπτυξε ταχύτητα.
"Τι να λέει το φυλλάδιο; Δώστο μου να το διαβάσω."
"Βλακείες θα λέει!.. Τι περιμένεις να λέει;"
"Αλλά φάτσες οι τύποι!.. Πώς ζούνε αυτοί οι άνθρωποι; Δεν υπάρχει καμιά κρατική μέριμνα γι αυτούς τους καημένους!"
Ο Τίτο, που πήρε τα φυλλάδια στα χέρια του, άρχισε να διαβάζει μεγαλόφωνα, διακοπτόμενος κάθε τόσο από τα γέλια του.
"Οι μεγάλες εταιρείες τροφίμων, και ειδικά η Όρεξον, που ελέγχει το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς και στην ουσία τη ζωή σ' ολόκληρο τον πλανήτη, έχουν πλασάρει τη νέα σειρά τροφίμων, που περιέχουν την Ορεξίνη, μια πολύ επικίνδυνη εξαρτισιογόνα ουσία. Όπως αποδεικνύεται, η ουσία αυτή δρα άμεσα στη δομή του DNA των οργανισμών και αυτοί που κατανάλωσαν τα τρόφιμα αυτά κι έβαλαν μέσα τους την Ορεξίνη, δε μπορούν πια να σταματήσουν την όρεξή τους και καταναλώνουν ακατάσχετα, ό,τι βρουν μπροστά τους. Αυτό ισχύει εδώ και πολλές δεκαετίες τόσο για τους ανθρώπους, όσο και για τα ζώα, που τα 'χουν φλομώσει με μια extra-speed ζωοτροφή, το περιβόητο Χ-3.1, ένα μίγμα Ορεξίνης και αυξητικής ορμόνης, που σου μεγαλώνει το ζώο μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα..."
"Δεν σου είπα εγώ; Βλακείες λένε,"
"Μα για στάσου, λέει για το Χ-3.1 που μας είπε ο φίλος σου ο Λουκ!.."
"Ε, και; Πρώτη φορά τ' ακούς αυτά; Έλα καημένη. Αυτοί οι τύποι κάνουν ό,τι μπορούν για να βγάλουν το ψωμί τους. Δεν τους είδες; Πετσί και κόκαλο είναι. Αυτοί θα μου πουν, εμένα, τι να κάνω;"
Το αυτοκίνητο διέσχιζε τον ανηφορικό δρόμο μέσα στο δάσος, κι ο Τίτο συνέχισε να διαβάζει.
"...και το χειρότερο είναι, που κατάφεραν να πείσουν τον κόσμο πως όλα είναι αποτέλεσμα της φυσιολογικής εξέλιξης των ανθρώπων.
Οι εταιρείες τροφίμων κάνουν χρυσές δουλειές και ξεπουλάνε όλο το υλικό, αδειάζοντας πολύ γρήγορα τις τεράστιες αποθήκες τους. Τα εργοστάσια δουλεύουν ασταμάτητα, παράγοντας χημικές τροφές σε τεράστιες ποσότητες, που κι αυτές καταναλώνονται με απίστευτη ταχύτητα!... Η οικονομία ανθεί κι όλα τα χρηματιστήρια καλπάζουν στο λίμιτ-απ. Όλες οι κυβερνήσεις χαίρουν άκρας υγείας. Με την τεχνητή επάρκεια αγαθών, όλα τους πάνε βολικά, υπάρχουν λύσεις για όλα κι αυτό έχει αντανάκλαση στον κόσμο, που ζει στην "χρυσή εποχή" της Ορεξίνης!.."
"Βρε τον αθεόφοβο, μου άνοιξε την όρεξη."
"Έλα καλέ μπαμπά, άσε τον Τίτο να συνεχίσει, να δούμε τι λέει παρακάτω."
"Τι θέλεις; Να ακούς βλακείες;"
"Άσε τα παιδιά να διασκεδάσουν για να περάσει η ώρα."
Ο Τίτο συνέχισε το διάβασμα.
"Βέβαια το χοντρό παιχνίδι το παίζουν οι μητροπολιτικές εταιρείες τροφίμων, που τώρα έχουν όλη την εξουσία στα χέρια τους. Ο έλεγχος της τροφής στο παγκόσμιο σκηνικό, που ξεκίνησε από τον εικοστό αιώνα με τα μεταλλαγμένα, ήταν και ο Δούρειος Ίππος στον αγώνα ισχύος που παιζόταν ύπουλα και σταθερά κάτω από την επιφάνεια των διεθνών στρατιωτικοπολιτικών γεγονότων σ' ολόκληρο τον κόσμο. Τώρα πια οι πανίσχυρες πολυεθνικές τροφίμων μπορούν να κόψουν την παροχή των χημικών συνταγών τους σ' ένα κράτος και να το δεις μέσα σε μικρό διάστημα να υπερχρεώνεται οικονομικά, να πέφτουν κυβερνήσεις, να επικρατεί χάος, πείνα, αναρχία και τελικά να έρχεται η Παγκόσμια Τράπεζα, που είναι το αρπαχτικό πλοκάμι των ισχυρών, να βάλει τάξη!..
Νέα είδη τροφίμων κατακλύζουν την αγορά κι είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις από κοντά τις εξελίξεις στα χημικά παρασκευάσματα, προκειμένου ν' αυξηθεί η παραγωγή και να καλύπτει την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση. Το πράγμα τρέχει ολοταχώς προς τον γιγαντισμό και δεν φαίνεται με τίποτε να σταματά..."
Ο Ανάργυρος άρπαξε το φυλλάδιο από τα χέρια του Τίτο και το πέταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο.
"Δεν σου το 'πα εγώ; Αναρχικοί Οικολόγοι είναι! Αλήτες!.."

Ψηλά στο μεγάλο ξέφωτο με την τεχνητή λίμνη ήταν αρκετά αυτοκίνητα παρκαρισμένα, είχαν στηθεί τραπέζια εξοχής και ήδη ο σωρός από τα άδεια κιβώτια Όρεξον πικ-νικ, έδειχνε πως το πανηγύρι είχε αρχίσει.
"Πω, πω κόσμος!.."
"Πείνασα μαμά."
"Κάτσε κορίτσι μου, ούτε μια ώρα δεν πέρασε από τότε που φάγαμε το γουρουνόπουλο. Περίμενε να στήσουμε πρώτα το τραπέζι, να κατεβάσουμε τα πράγματα και..."
"Ο αέρας της εξοχής τους άνοιξε την όρεξη. Άνοιξε ένα Όρεξον πικ-νικ να τσιμπήσουν κάτι τα παιδιά τώρα, μέχρι να τελειώσω εγώ με το στήσιμο... Να σου πω, θα ήθελα κι εγώ κανένα σάντουιτς, προτού ξεκινήσω να κατεβάζω."
Αφού έφαγε με δυο χαψιές ο Ανάργυρος το σάντουιτς, άρον-άρον έστησε την εξοχική επίπλωση, που ήταν ενισχυμένου τύπου, για να σηκώνει το τεράστιο βάρος τους, κι ύστερα άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου κι είχαν έτοιμο μπροστά τους έναν πάγκο γεμάτο με τρόφιμα. Το ψυγείο ήταν κάτω από το δάπεδο, συρταρωτό, με συνολική χωρητικότητα ένα κυβικό μέτρο κι ήταν γεμάτο μέχρι επάνω με τρόφιμα.
Το κολατσιό δεν κράτησε πάνω από μισή ώρα, αλλά οι τέσσερίς τους κατανάλωσαν πάνω από δέκα κούτες Όρεξον πικ-νικ, που περιείχε δέκα μεγάλα σάντουιτς το καθένα, και διάφορα καλούδια που είχε ετοιμάσει η Ασημίνα από χθες το βράδυ.
"Λέω να πάω για ψάρεμα. Τίτο, θέλεις να έρθεις κι εσύ μαζί μου;"
"Όχι, βαριέμαι. Θα μείνω να παίξω με την Λίλα."
"Δεν θέλω να παίξω μαζί σου. Θα βοηθήσω τη μαμά, να ετοιμάσουμε το τραπέζι για το μεσημέρι."
"Καλά, κάντε ό,τι θέλετε. Εγώ πάω για ψάρεμα."
Καθώς ξεκινούσε με τα σύνεργα του ψαρέματος για την λίμνη, ο Τίτο τον ακολούθησε.
"Περίμενε, έρχομαι κι εγώ."

Το μεσημέρι γύρισαν κουρασμένοι και πεινασμένοι από το ψάρεμα, και με άδεια χέρια. Δεν έπιασαν ούτε λέπι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο κι οι δυο ψαράδες έπεσαν στο φαγητό κι έγινε το έλα να δεις!..
"Μόνο αυτά ετοίμασες;"
"Τι άλλο ήθελες; Είκοσι κιλά ψητό μοσχαράκι, και δεκατέσσερα πακέτα Όρεξον πικ-νικ, χώρια τα ψωμιά, τα τυριά και τις σαλάτες..."
"Φέρε μερικές κούτες ακόμη να στανιάρουμε. Κουραστήκαμε, το καταλαβαίνεις;"
"Ναι, καλέ μαμά. Φέρε κι άλλο. Πεινάω, σου λέω!.."
Οι κούτες σχεδόν τελείωσαν, αλλά πατέρας και γιος ήθελαν κι άλλο.
"Άφησα τέσσερις κούτες για το απόγευμα, για να 'χουμε και κάτι για το δρόμο."
"Καλά, άσε τις κούτες και βγάλε από την κατάψυξη κανένα κομμάτι κρέας."
Η Ασημίνα, τράβηξε το πολυμορφικό συρτάρι-ψυγείο κι έβγαλε από την κατάψυξη ένα τετράγωνο κατεψυγμένο κομμάτι κρέας των δώδεκα κιλών και το έβαλε σ' ένα μεγάλο ταψί. Ο Ανάργυρος σύνδεσε το πιστολέτο μικροκυμάτων στην πρίζα του αυτοκινήτου και βομβάρδισε το κρέας. Σε δυο λεπτά είχε διπλασιαστεί σε όγκο, είχε ροδοκοκκινίσει κι ήταν έτοιμο για φάγωμα.
"Θέλω και πατάτες."
Η Ασημίνα εκτέλεσε αμέσως την επιθυμία του γιου της, κι έβγαλε άλλο ένα πακέτο από την κατάψυξη, διπλάσιο σε μέγεθος από το προηγούμενο. Κι αυτό με τα μικροκύματα, ήταν έτοιμο σ' ένα λεπτό και το τσιμπούσι συνεχίστηκε με κέφι.
Προς το τέλος του γεύματος, όταν τρώγανε τα γλυκά και πίνανε τα αναψυκτικά τους, κάποιοι που φεύγανε, τους χαιρέτισαν.
"Καλή σας όρεξη."
"Ευχαριστούμε... ορίστε στο τραπέζι μας."
"Πρέπει να πηγαίνουμε. Πρώτη φορά έρχεστε; Δεν θυμάμαι να σας έχω ξαναδεί."
"Η αλήθεια είναι πως έχουμε να έρθουμε κανένα χρόνο."
"Εμείς είμαστε τακτικοί. Σχεδόν κάθε Κυριακή."
"Είναι πολύ όμορφα, αξίζει. Μόνο που η λίμνη δεν έχει ψάρια, όπως λένε."
"Μα τι λες. Έχει πολύ πράμα... και κάτι ψαρούκλες δέκα μέτρα!.."
"Φαίνεται εμείς δεν σταθήκαμε τυχεροί, γιατί δεν βγάλαμε ούτε δέκα πόντων ψάρι."
"Τι δόλωμα έβαλες;"
"Μα, αυτό του εμπορίου..."
"Την άλλη φορά που θα έρθεις, να πάρεις λίγη Χ-3.1 μαζί σου και να την ανακατέψεις με κρέας. Κάντο και θα με θυμηθείς."
"Οκ. Σ' ευχαριστώ πολύ, θα το έχω υπ' όψιν μου."
"Για στάσου. Νομίζω, πως πρέπει να έχω στο ψυγείο."
Ο τύπος, πήγε στο αυτοκίνητό του και γύρισε μ' ένα μικροσκοπικό πλαστικό που είχε αεροστεγώς κλεισμένο μέσα του ένα καφέ υλικό στο μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας.
"Να, παρ' το. Είναι αρκετό. Μ' αυτό κάνεις δόλωμα για πέντε ψαρέματα."
"Ω!.. Σ' ευχαριστώ πολύ... σ' ευχαριστώ."

Αφού φάγανε και ξάπλωσαν καμιά ωρούλα, ο Ανάργυρος σηκώθηκε και πήρε τον καφέ του σε κλειστή κούπα.
"Πάω για ψάρεμα. Θα πάρω τον καφέ μαζί μου."
"Κάνε ότι θες."
Τα παιδιά ξύπνησαν μετά από καμιά ώρα, και κάθισαν να φάνε το απογευματινό τους. Το ψυγείο είχε σχεδόν αδειάσει.
"Καλά έλεγε ο μπαμπάς σας, να πάρουμε το Άτλας 4Ε, που έχει το διπλό ψυγείο και το φορτώνεις όσο θέλεις. Εγώ φταίω που επέμενα σ' αυτό. Την πάτησα από την διαφήμιση που το πρότεινε για το ιδανικότερο οικογενειακό αυτοκίνητο."
"Καλέ μαμά. Αυτό ήταν; Δεν έχει τίποτε άλλο να φάμε;"
"Για σταθείτε ρε παιδιά. Τι άλλο θέλετε δηλαδή;"
"Εκείνες οι κούτες, τι είναι;"
"Αυτές είναι για το δρόμο."
"Εκείνη η σκεπασμένη πιατέλα;"
"Είναι η μερίδα του μπαμπά. Τώρα που θα έρθει πεινασμένος..."
"Δεν ξέρω τι λες εσύ μα εγώ πεινάω κι άλλο."
"Πήγαινε και πάρε ένα αναψυκτικό από το ψυγείο. Εσύ Τίτο τρέξε να φωνάξεις τον μπαμπά, να φεύγουμε. Πες του, πως τέλειωσαν τα τρόφιμα. Το πολύ-πολύ τρώμε κανένα γουρουνόπουλο στην επιστροφή."
"Ναι!.. Ναι!.. Να πάμε για γουρουνόπουλο!.."
Δεν πρόλαβε ο Τίτο να ξεκινήσει, κι ο Ανάργυρος έκανε την εμφάνισή του λαχανιασμένος.
"Γρήγορα, γρήγορα!.. Έπιασα ένα ψάρι γύρω στα δέκα μέτρα!.."
"Ουάου!.. Μπράβο μπαμπά!.."
"Τι λες Ανάργυρε;"
Ο Ανάργυρος, με όσο πιο γρήγορες κινήσεις του επέτρεπε ο όγκος του, έβαλε μπρος το αυτοκίνητο, τα παιδιά κι η Ασημίνα ανέβηκαν αμέσως επάνω και πήγαν στο σημείο που ήταν το ψάρι. Τι ψάρι!... Ένα τέρας ήταν, καμιά δεκαπενταριά μέτρα, που έμοιαζε πιο πολύ με φάλαινα παρά με ψάρι λίμνης.
"Φοβήθηκα!.. Μόλις μύρισε το Χ-3.1,όρμηξε έξω από το νερό, να με φάει. Ευτυχώς αντέδρασα γρήγορα και το απέφυγα. Με τη φόρα που είχε χτύπησε το κεφάλι του στο δέντρο !.."
Το ψάρι είχε ακόμη λίγη ζωή αλλά δεν σπαρταρούσε. Μ' ένα συρματόσχοινο το έδεσε, πίσω από το αυτοκίνητο και το έσυρε μέχρι το τραπέζι τους, μα μέχρι να φτάσουν, το ψάρι που συνεχώς μεγάλωνε, είχε φτάσει τα είκοσι μέτρα.
"Ω!.. Μαμάκα μου, τι έχουμε να φάμε!.."
Ο Ανάργυρος με καμάρι χρησιμοποιούσε σαν μάστορας το πιστολέτο μικροκυμάτων κι η Ασημίνα έφερνε τα ταψιά που της τα γέμιζε με το ψημένο κρέας.
Τα παιδιά όλο χαρά καταβρόχθιζαν το ένα ταψί μετά το άλλο.
"Είναι πολύ νόστιμο."
"Μπράβο μπαμπά!.. Είσαι μεγάλος ψαράς."
Μέχρι το σούρουπο δεν έμεινε παρά ένας τεράστιος σκελετός ψαριού, όπως αυτοί στα μουσεία προϊστορίας, ενώ η οικογένεια Μπρόφωθ ήταν αραχτή ανάσκελα στο χώμα. Η καρέκλα του Τίτο στράβωσε όταν πήγε να καθίσει.
"Λοιπόν παιδιά, είναι ώρα να γυρίζουμε στο σπίτι."
"Ουφ!.. Έσκασα στο φαΐ."
"Ωραία περάσαμε σήμερα;"
"Ναι, ναι... πολύ ωραία!.."

Στο γυρισμό, αν και δεν πεινούσαν, σταμάτησαν στον Παράδεισο των Χοίρων κι ο Ανάργυρος είπε στα γρήγορα στον Λουκ τα κατορθώματά του. Φεύγοντας πήραν για το σπίτι ένα ογδοντάκιλο γουρουνόπουλο, πέντε τενεκέδες τυρί βουνίσιο και το υπόλοιπο αυτοκίνητο το γέμισαν με χωριάτικα λουκάνικα.
Βρίσκονταν ακόμη στα μέσα του βουνού, στην κατηφόρα, όταν ακούστηκε το πρώτο κρακ και τ' αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο κι άρχισε να τσουλάει στην κατηφορική πλαγιά. Μέχρι να σταματήσει σε μια γούβα, μετά από κανένα χιλιόμετρο τσουλήθρας, είχαν ακουστεί πολλά κρακ. Φυσικά ήταν το σασί που δεν άντεξε, κάτω από το υπερβολικό βάρος κι έγινε κομμάτια. Ευτυχώς η οικογένεια Μπρόφωθ δεν έπαθε τίποτε, παρά παγιδεύτηκε σ' εκείνη την γούβα, ένα χιλιόμετρο πιο χαμηλά από το ύψος του δρόμου. Τα τηλέφωνά τους δεν είχαν σήμα. Οι προσπάθειες ν' ανέβουν προς τον δρόμο απέβησαν άκαρπες, γιατί το βάρος και ο όγκος τους δεν τους επέτρεπε τέτοιες κινήσεις.
Το σκοτάδι άρχισε σιγά-σιγά να έρχεται και μαζί τα γαυγίσματα των σκύλων, που σε αγέλες κυκλοφορούσαν όπου μπορούσαν να βρουν τροφή, γιατί κι αυτά είχαν μέσα στο DNA τους την Ορεξίνη κι ήταν πολύ ορεξάτα!.. Τα άτιμα, είχαν και μια όσφρηση, που σε μυρίζονταν από μακριά, πόσο μάλλον όταν είχες μέσα στο αίμα σου και Χ-3.1!..

Ηρακλής Τριανταφυλλίδης

{Έχει δημοσιευτεί στο ένθετο περιοδικό "9" της Ελευθεροτυπίας (Τεύχος 488 / 2-1-2010) }

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Αναγνώστες